- τοκίζω
- τοκίζω, τόκισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τοκίζω — ΝΑ [τόκος] 1. δανείζω με τόκο 2. ειρων. είμαι τοκογλύφος νεοελλ. ειρων. ζω χωρίς να εργάζομαι, είμαι φυγόπονος … Dictionary of Greek
τοκίζω — τόκισα, τοκίστηκα, τοκισμένος 1. μτβ., δανείζω με τόκο: Τοκισμένα χρήματα. 2. αμτβ., είμαι τοκιστής, είμαι τοκογλύφος: Τοκίζει και ζει. 3. δεν εργάζομαι από τεμπελιά, σαν να ζω από τόκους ανύπαρκτου κεφαλαίου: Τοκίζει ο ακαμάτης, κι ας υπάρχουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκιζόμεθα — τοκίζω lend on interest pres ind mp 1st pl τοκίζω lend on interest imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκιζόντων — τοκίζω lend on interest pres part act masc/neut gen pl τοκίζω lend on interest pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκιζόμενος — τοκίζω lend on interest pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκισθέν — τοκίζω lend on interest aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζειν — τοκίζω lend on interest pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζεις — τοκίζω lend on interest pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζεται — τοκίζω lend on interest pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκίζοντες — τοκίζω lend on interest pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)